- σιφθείριον
- σιφθείριον, Egypt. word for καλάμου ἐπιφάνεια, Gal.12.408.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιφθείριον — Α (αιγυπτ. λ.) επιφάνεια καλάμου («κατασχάσας καλάμου ἐπιφάνειαν, ἣν Αἰγύπτιοι σιφθείριον καλοῡσι», Γαλ.) … Dictionary of Greek